- περιαργυροῦντας
- περιαργυρόωcasepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαργυρώ — όω, ΝΜΑ [περιάργυρος] περικαλύπτω κάτι με ελάσματα αργύρου, ασημοδένω («ἐκπώματα ποιεῑν ἐξ αὐτῶν τὰ χείλη περιαργυροῡντας καὶ χρυσοῡντας», Αθήν.) (μσν. διακοσμώ, στολίζω κάτι … Dictionary of Greek